βροτός

βροτός
βροτός (-ός, -ῷ, -όν; -οί, -ῶν, -οῖς, -οῖσιν))
1 mortal subs.,

βροτῶν φάτις O. 1.28

τὸ δ' αἰεὶ παράμερον ἐσλὸν ὕπατον ἔρχεται παντὶ βροτῶν O. 1.100

ἤτοι βροτῶν γε κέκριται πεῖρας οὔ τι θανάτου O. 2.30

πλείσταισι βροτῶν ξεινίαις αὐτοὺς ἐποίχονται τραπέζαις O. 3.39

διάπειρά τοι βροτῶν ἔλεγχος O. 4.18

σὺν γὰρ ὑμῖν τά τε τερπνὰ καὶ τὰ γλυκἔ ἄνεται πάντα βροτοῖς O. 14.6

Ἰξίονα φαντὶ ταῦτα βροτοῖς λέγειν P. 2.21

καὶ ὑψιφρόνων τιν' ἔκαμψε βροτῶν P. 2.51

οἷα ψιθύρων παλάμαις ἕπετ' αἰεὶ βροτῷ (Heindorf: βροτῶν codd.) P. 2.75

κλέπτει τέμινοὐθεὸς οὐ βροτὸς P. 3.30

ἓν παρ' ἐσλὸν πήματα σύνδυο δαίονται βροτοῖς ἀθάνατοι P. 3.81

λέγονται μὰν βροτῶν ὄλβον ὑπέρτατον οἳ σχεῖν i. e. Peleus and Kadmos P. 3.88

ἐν δ' ὀλίγῳ βροτῶν τὸ τερπνὸν αὔξεται P. 8.92

δύνασαι δὲ βροτοῖσιν ἀλκὰν ἀμαχανιᾶν δυσβάτων θαμὰ διδόμεν N. 7.96

παῦροι δ' ἐν πόνῳ πιστοὶ βροτῶν καμάτου μεταλαμβάνεινN. 10.78

ἀλλὰ βροτῶν τὸν μὲν κενεόφρονες αὖχαι ἐξ ἀγαθῶν ἔβαλον N. 11.29

ἀμνάμονες δὲ βροτοί (sc. εἰσί) I. 7.17

ἰατὰ δ' ἐστὶ βροτοῖς σύν γ ἐλευθερίᾳ καὶ τά I. 8.15

τέρας, ἅν τε βροτοὶ Δᾶλον κικλῄσκοισιν fr. 33c. 3.

ταῦτα θεοῖσι μὲν πιθεῖν σοφοὺς δυνατόν, βροτοῖσιν δ' ἀμάχανον εὑρέμεν Pae. 6.53

καὶ γὰρ ὁ πόντιος Ὀρς[ιτ]ρίαινά νιν περίαλλα βροτῶν τίεν (sc. Κάδμον) Πα. . . λέγοντι δὲ βροτοὶ[ Δ. 1. 1. θεόν, τὸν Βρόμιον, τὸν Ἐριβόαν τε βροτοὶ καλέομεν fr. 75. 10. τιμαὶ δὲ βροτοῖσι κεκριμέναι Παρθ. 1. . ἀθάναται δὲ βροτοῖς ἁμέραι, σῶμα δ' ἐστὶ θνατόν Παρθ. 1. 1. θεὸς ὁ πάντα τεύχων βροτοῖς fr. 141. adj., ὅσαις δὲ βροτὸν ἔθνος ἀγλαίαις ἁπτόμεσθα, περαίνει (Er. Schmid: βρότεον codd.) P. 10.28

Lexicon to Pindar. . 2010.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Look at other dictionaries:

  • βροτός — βροτός, όν (AM) ως ουσ. θνητός, άνθρωπος (σε αντίθεση με τους αθανάτους ή τον θεό) αρχ. ως επίθ. «βροτός ανήρ» άνθρωπος θνητός και όχι θεός. [ΕΤΥΜΟΛ. Η λ. απαντά ήδη στον Όμηρο (πρβλ. και άμβροτος). Πρόκειται για αιολικό τ. αντί του *βρατός <… …   Dictionary of Greek

  • βρότος — βρότος, ο (Α) πηχτό αίμα που χύθηκε από τραύμα. [ΕΤΥΜΟΛ. Τύπος που απαντά στον ενικό αριθμό και μαρτυρείται κυρίως στον Όμηρο. Θεωρείται αιολ. τ. αντί του *βρατός (με αλλαγή στον φωνηεντισμό και στον τόνο, πρβλ. στρα τός, αιολ. στρο τός).… …   Dictionary of Greek

  • βροτός — mortal man masc nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • βρότος — blood that has run from a wound masc nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • βροτοῖν — βροτός mortal man masc gen/dat dual …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • βροτοῖς — βροτός mortal man masc dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • βροτοῖσι — βροτός mortal man masc dat pl (epic ionic aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • βροτοῖσιν — βροτός mortal man masc dat pl (epic ionic aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • βροτούς — βροτός mortal man masc acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • βροτέ — βροτός mortal man masc voc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • βροτῶν — βροτός mortal man masc gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”